- συνδυαστικός
- -ή, -ό / συνδυαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνδυάζω]ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτισηνεοελλ.φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση»μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολαβ) «συνδυαστική αρχή»φυσ. η σχέση ανάμεσα στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια σειρά όρων, κατάλληλα επιλεγμένων, έτσι ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρωνγ) «συνδυαστική ικανότητα»(ψυχολ.) η ικανότητα τής νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων τού ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα παράστασηαρχ.επιτήδειος ή επιρρεπής προς τη συζυγική ή κατά ζεύγη ζωή.επίρρ...συνδυαστικώς και συνδυαστικά Νμε συνδυαστικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.