συνδυαστικός

συνδυαστικός
-ή, -ό / συνδυαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνδυάζω]
ο ικανός ή ο κατάλληλος στο συνταίριασμα ή στη συσχέτιση
νεοελλ.
φρ. α) «συνδυαστική ανάλυση»
μαθημ. κλάδος τών μαθηματικών στον οποίο μελετώνται οι συνδυασμοί, οι μεταθέσεις και οι διατάξεις στοιχείων που αποτελούν πεπερασμένα σύνολα
β) «συνδυαστική αρχή»
φυσ. η σχέση ανάμεσα στις γραμμές ενός φάσματος και σε μια σειρά όρων, κατάλληλα επιλεγμένων, έτσι ώστε οι συχνότητες τών φασματικών γραμμών να εκφράζονται ως διαφορές αυτών τών όρων
γ) «συνδυαστική ικανότητα»
(ψυχολ.) η ικανότητα τής νόησης να ανευρίσκει τις σχέσεις ανάμεσα στα αντικείμενα, τα φαινόμενα και τις έννοιες και, με νέους συνδυασμούς παραστάσεων και άλλων στοιχείων τού ψυχικού βίου, να δημιουργεί νέα κατασκευάσματα ή, με τον συνδυασμό δύο ή περισσοτέρων νέων παραστάσεων, να συγκροτεί μια νέα παράσταση
αρχ.
επιτήδειος ή επιρρεπής προς τη συζυγική ή κατά ζεύγη ζωή.
επίρρ...
συνδυαστικώς και συνδυαστικά Ν
με συνδυαστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνδυαστικός — ή, ό επίρρ. ά ικανός να συνδυάζει ή αυτός που έχει την τάση να συνδυάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδυαστικός λογισμός — Είναι γνωστός και ως συνδυαστική ανάλυση. Κλάδος της αριθμητικής, που εξετάζει τις διάφορες δυνατές ομαδοποιήσεις με διάφορα αντικείμενα ή σύμβολα. Αν έχουμε τρεις σφαίρες με διαφορετικό χρώμα (άσπρο, κόκκινο, πράσινο) και θέλουμε να σχηματίσουμε …   Dictionary of Greek

  • συνδυαστικά — συνδυαστικός disposed to live in pairs neut nom/voc/acc pl συνδυαστικά̱ , συνδυαστικός disposed to live in pairs fem nom/voc/acc dual συνδυαστικά̱ , συνδυαστικός disposed to live in pairs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυαστικόν — συνδυαστικός disposed to live in pairs masc acc sg συνδυαστικός disposed to live in pairs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδυαστικούς — συνδυαστικός disposed to live in pairs masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”